Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
View word page
συνθύω
to offer sacrifice together, join in sacrifice

ShortDef

to offer sacrifice together, join in sacrifice

Debugging

Headword:
συνθύω
Headword (normalized):
συνθύω
Headword (normalized/stripped):
συνθυω
IDX:
85238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85239
Key:

Data

{'content': 'to offer sacrifice together, join in sacrifice'}