Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
View word page
συνθρῴσκω
spring, rush together

ShortDef

spring, rush together

Debugging

Headword:
συνθρῴσκω
Headword (normalized):
συνθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
συνθρωσκω
IDX:
85231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85232
Key:

Data

{'content': 'spring, rush together'}