Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
View word page
συνθρύπτω
to break in pieces: to crush
ShortDef
to break in pieces: to crush
Debugging
Headword:
συνθρύπτω
Headword (normalized):
συνθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συνθρυπτω
IDX:
85230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85231
Key:
Data
{'content': 'to break in pieces: to crush'}