Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθοινάτωρ
συνθολόω
συνθόλωσις
συνθορυβέω
συνθρανόομαι
σύνθραυσις
συνθραύω
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
View word page
συνθρησκεύω
assist in worshipping

ShortDef

assist in worshipping

Debugging

Headword:
συνθρησκεύω
Headword (normalized):
συνθρησκεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθρησκευω
IDX:
85223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85224
Key:

Data

{'content': 'assist in worshipping'}