Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθολόω
συνθόλωσις
συνθορυβέω
συνθρανόομαι
σύνθραυσις
συνθραύω
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
View word page
συνθραύω
to break in pieces, shiver

ShortDef

to break in pieces, shiver

Debugging

Headword:
συνθραύω
Headword (normalized):
συνθραύω
Headword (normalized/stripped):
συνθραυω
IDX:
85219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85220
Key:

Data

{'content': 'to break in pieces, shiver'}