Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθλασμός
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθολόω
συνθόλωσις
συνθορυβέω
συνθρανόομαι
σύνθραυσις
συνθραύω
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
View word page
συνθρανόομαι
to be broken in pieces, shivered
ShortDef
to be broken in pieces, shivered
Debugging
Headword:
συνθρανόομαι
Headword (normalized):
συνθρανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνθρανοομαι
IDX:
85217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85218
Key:
Data
{'content': 'to be broken in pieces, shivered'}