Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθολόω
συνθόλωσις
View word page
συνθιασώτης
a partner in the θίασος

ShortDef

a partner in the θίασος

Debugging

Headword:
συνθιασώτης
Headword (normalized):
συνθιασώτης
Headword (normalized/stripped):
συνθιασωτης
IDX:
85205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85206
Key:

Data

{'content': 'a partner in the θίασος'}