Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθολόω
View word page
συνθιασιτεύω
to be a fellow-member of a θίασος

ShortDef

to be a fellow-member of a θίασος

Debugging

Headword:
συνθιασιτεύω
Headword (normalized):
συνθιασιτεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθιασιτευω
IDX:
85204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85205
Key:

Data

{'content': 'to be a fellow-member of a θίασος'}