Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
View word page
συνθιασεύω
join in leading the θίασος

ShortDef

join in leading the θίασος

Debugging

Headword:
συνθιασεύω
Headword (normalized):
συνθιασεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθιασευω
IDX:
85203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85204
Key:

Data

{'content': 'join in leading the θίασος'}