Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
View word page
συνθητεύω
to be a hireling together

ShortDef

to be a hireling together

Debugging

Headword:
συνθητεύω
Headword (normalized):
συνθητεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθητευω
IDX:
85202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85203
Key:

Data

{'content': 'to be a hireling together'}