Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοφύλαξ
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
View word page
συνθηρατής
one who joins in quest of
ShortDef
one who joins in quest of
Debugging
Headword:
συνθηρατής
Headword (normalized):
συνθηρατής
Headword (normalized/stripped):
συνθηρατης
IDX:
85197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85198
Key:
Data
{'content': 'one who joins in quest of'}