Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοφύλαξ
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
View word page
συνθήκη
a composition; convention, pl. treaty
ShortDef
a composition; convention, pl. treaty
Debugging
Headword:
συνθήκη
Headword (normalized):
συνθήκη
Headword (normalized/stripped):
συνθηκη
IDX:
85189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85190
Key:
Data
{'content': 'a composition; convention, pl. treaty'}