Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοφύλαξ
View word page
σύνθετος
put together, composite, compound

ShortDef

put together, composite, compound

Debugging

Headword:
σύνθετος
Headword (normalized):
σύνθετος
Headword (normalized/stripped):
συνθετος
IDX:
85181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85182
Key:

Data

{'content': 'put together, composite, compound'}