Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
View word page
συνθετικός
skilled in putting together, constructive

ShortDef

skilled in putting together, constructive

Debugging

Headword:
συνθετικός
Headword (normalized):
συνθετικός
Headword (normalized/stripped):
συνθετικος
IDX:
85179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85180
Key:

Data

{'content': 'skilled in putting together, constructive'}