Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθεατής
σύνθεμα
συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
View word page
συνθετέος
one must compound

ShortDef

one must compound

Debugging

Headword:
συνθετέος
Headword (normalized):
συνθετέος
Headword (normalized/stripped):
συνθετεος
IDX:
85176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85177
Key:

Data

{'content': 'one must compound'}