Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθεάζω
συνθεάομαι
συνθεατής
σύνθεμα
συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
View word page
σύνθεσις
a putting together, composition, combination
ShortDef
a putting together, composition, combination
Debugging
Headword:
σύνθεσις
Headword (normalized):
σύνθεσις
Headword (normalized/stripped):
συνθεσις
IDX:
85174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85175
Key:
Data
{'content': 'a putting together, composition, combination'}