Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθαυμάζω
συνθεάζω
συνθεάομαι
συνθεατής
σύνθεμα
συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
View word page
συνθερίζω
to reap together
ShortDef
to reap together
Debugging
Headword:
συνθερίζω
Headword (normalized):
συνθερίζω
Headword (normalized/stripped):
συνθεριζω
IDX:
85169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85170
Key:
Data
{'content': 'to reap together'}