Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθαυμάζω
συνθεάζω
συνθεάομαι
συνθεατής
σύνθεμα
συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
συνθεσίη
σύνθεσις
συνθετέον
συνθετέος
συνθέτης
συνθετίζομαι
View word page
συνθεραπεύω
treat medically as well

ShortDef

treat medically as well

Debugging

Headword:
συνθεραπεύω
Headword (normalized):
συνθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθεραπευω
IDX:
85168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85169
Key:

Data

{'content': 'treat medically as well'}