Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθαυμάζω
συνθεάζω
συνθεάομαι
συνθεατής
σύνθεμα
συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
View word page
συνθάλπω
to warm together

ShortDef

to warm together

Debugging

Headword:
συνθάλπω
Headword (normalized):
συνθάλπω
Headword (normalized/stripped):
συνθαλπω
IDX:
85160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85161
Key:

Data

{'content': 'to warm together'}