Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
συνθαυμάζω
View word page
συνησσάομαι
to be conquered together

ShortDef

to be conquered together

Debugging

Headword:
συνησσάομαι
Headword (normalized):
συνησσάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνησσαομαι
IDX:
85153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85154
Key:

Data

{'content': 'to be conquered together'}