Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
συνθάπτω
View word page
συνησκημένως
neatly
ShortDef
neatly
Debugging
Headword:
συνησκημένως
Headword (normalized):
συνησκημένως
Headword (normalized/stripped):
συνησκημενως
IDX:
85152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85153
Key:
Data
{'content': 'neatly'}