Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
View word page
συνηρτημένως
in a trained manner, expertly
ShortDef
in a trained manner, expertly
Debugging
Headword:
συνηρτημένως
Headword (normalized):
συνηρτημένως
Headword (normalized/stripped):
συνηρτημενως
IDX:
85150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85151
Key:
Data
{'content': 'in a trained manner, expertly'}