Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
View word page
συνηρμοσμένως
conformably

ShortDef

conformably

Debugging

Headword:
συνηρμοσμένως
Headword (normalized):
συνηρμοσμένως
Headword (normalized/stripped):
συνηρμοσμενως
IDX:
85149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85150
Key:

Data

{'content': 'conformably'}