Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνθακέω
σύνθακος
View word page
συνήρης
joined together, added

ShortDef

joined together, added

Debugging

Headword:
συνήρης
Headword (normalized):
συνήρης
Headword (normalized/stripped):
συνηρης
IDX:
85148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85149
Key:

Data

{'content': 'joined together, added'}