Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
View word page
συνηρέτης
colleague
ShortDef
colleague
Debugging
Headword:
συνηρέτης
Headword (normalized):
συνηρέτης
Headword (normalized/stripped):
συνηρετης
IDX:
85144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85145
Key:
Data
{'content': 'colleague'}