Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
View word page
συνηρετέω
to assist in rowing

ShortDef

to assist in rowing

Debugging

Headword:
συνηρετέω
Headword (normalized):
συνηρετέω
Headword (normalized/stripped):
συνηρετεω
IDX:
85143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85144
Key:

Data

{'content': 'to assist in rowing'}