Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
View word page
συνηρεμέω
remain stationary also

ShortDef

remain stationary also

Debugging

Headword:
συνηρεμέω
Headword (normalized):
συνηρεμέω
Headword (normalized/stripped):
συνηρεμεω
IDX:
85142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85143
Key:

Data

{'content': 'remain stationary also'}