Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
View word page
συνηπειρώτης
fellow-Epirote

ShortDef

fellow-Epirote

Debugging

Headword:
συνηπειρώτης
Headword (normalized):
συνηπειρώτης
Headword (normalized/stripped):
συνηπειρωτης
IDX:
85140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85141
Key:

Data

{'content': 'fellow-Epirote'}