Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνηρμοσμένως
View word page
συνήορος
linked with, accompanying; spouse
ShortDef
linked with, accompanying; spouse
Debugging
Headword:
συνήορος
Headword (normalized):
συνήορος
Headword (normalized/stripped):
συνηορος
IDX:
85139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85140
Key:
Data
{'content': 'linked with, accompanying; spouse'}