Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
View word page
συνηνωμένως
unitedly

ShortDef

unitedly

Debugging

Headword:
συνηνωμένως
Headword (normalized):
συνηνωμένως
Headword (normalized/stripped):
συνηνωμενως
IDX:
85138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85139
Key:

Data

{'content': 'unitedly'}