Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
View word page
συνημμένως
connectedly
ShortDef
connectedly
Debugging
Headword:
συνημμένως
Headword (normalized):
συνημμένως
Headword (normalized/stripped):
συνημμενως
IDX:
85133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85134
Key:
Data
{'content': 'connectedly'}