Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
View word page
συνημερόομαι
to be brought into cultivation, reclaimed
ShortDef
to be brought into cultivation, reclaimed
Debugging
Headword:
συνημερόομαι
Headword (normalized):
συνημερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνημεροομαι
IDX:
85132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85133
Key:
Data
{'content': 'to be brought into cultivation, reclaimed'}