Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
View word page
συνημερεύω
to pass the day together

ShortDef

to pass the day together

Debugging

Headword:
συνημερεύω
Headword (normalized):
συνημερεύω
Headword (normalized/stripped):
συνημερευω
IDX:
85131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85132
Key:

Data

{'content': 'to pass the day together'}