Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
View word page
συνημέρευσις
daily intercourse

ShortDef

daily intercourse

Debugging

Headword:
συνημέρευσις
Headword (normalized):
συνημέρευσις
Headword (normalized/stripped):
συνημερευσις
IDX:
85129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85130
Key:

Data

{'content': 'daily intercourse'}