Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
View word page
συνήλωσις
a being pinned together

ShortDef

a being pinned together

Debugging

Headword:
συνήλωσις
Headword (normalized):
συνήλωσις
Headword (normalized/stripped):
συνηλωσις
IDX:
85128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85129
Key:

Data

{'content': 'a being pinned together'}