Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
View word page
συνηλόω
nail or pin together

ShortDef

nail or pin together

Debugging

Headword:
συνηλόω
Headword (normalized):
συνηλόω
Headword (normalized/stripped):
συνηλοω
IDX:
85125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85126
Key:

Data

{'content': 'nail or pin together'}