Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
View word page
συνήκω
to have come together, to be assembled, to meet

ShortDef

to have come together, to be assembled, to meet

Debugging

Headword:
συνήκω
Headword (normalized):
συνήκω
Headword (normalized/stripped):
συνηκω
IDX:
85122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85123
Key:

Data

{'content': 'to have come together, to be assembled, to meet'}