Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
View word page
συνήθης
living together; accustomed, customary
ShortDef
living together; accustomed, customary
Debugging
Headword:
συνήθης
Headword (normalized):
συνήθης
Headword (normalized/stripped):
συνηθης
IDX:
85119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85120
Key:
Data
{'content': 'living together; accustomed, customary'}