Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
View word page
συνηθέομαι
to be filtered together

ShortDef

to be filtered together

Debugging

Headword:
συνηθέομαι
Headword (normalized):
συνηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνηθεομαι
IDX:
85118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85119
Key:

Data

{'content': 'to be filtered together'}