Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
View word page
συνήθεια
habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy
ShortDef
habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy
Debugging
Headword:
συνήθεια
Headword (normalized):
συνήθεια
Headword (normalized/stripped):
συνηθεια
IDX:
85117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85118
Key:
Data
{'content': 'habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy'}