Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
View word page
συνηδύνω
to make pleasant to the taste

ShortDef

to make pleasant to the taste

Debugging

Headword:
συνηδύνω
Headword (normalized):
συνηδύνω
Headword (normalized/stripped):
συνηδυνω
IDX:
85116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85117
Key:

Data

{'content': 'to make pleasant to the taste'}