Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέψω
συνηβάω
συνηβολέω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
View word page
συνηγορικός
of or for a συνήγορος, advocate

ShortDef

of or for a συνήγορος, advocate

Debugging

Headword:
συνηγορικός
Headword (normalized):
συνηγορικός
Headword (normalized/stripped):
συνηγορικος
IDX:
85113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85114
Key:

Data

{'content': 'of or for a συνήγορος, advocate'}