Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεχίζω
συνέχω
συνέψημα
συνεψητέον
συνεψιάω
συνέψω
συνηβάω
συνηβολέω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
View word page
συνηγέομαι
command together

ShortDef

command together

Debugging

Headword:
συνηγέομαι
Headword (normalized):
συνηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνηγεομαι
IDX:
85108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85109
Key:

Data

{'content': 'command together'}