Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχθω
συνεχίζω
συνέχω
συνέψημα
συνεψητέον
συνεψιάω
συνέψω
συνηβάω
συνηβολέω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
View word page
συνηβολέω
to fall in with

ShortDef

to fall in with

Debugging

Headword:
συνηβολέω
Headword (normalized):
συνηβολέω
Headword (normalized/stripped):
συνηβολεω
IDX:
85105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85106
Key:

Data

{'content': 'to fall in with'}