Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχθω
συνεχίζω
συνέχω
συνέψημα
συνεψητέον
συνεψιάω
συνέψω
συνηβάω
συνηβολέω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
View word page
συνέχω
to hold or keep together, secure; mid. to be afflicted

ShortDef

to hold or keep together, secure; mid. to be afflicted

Debugging

Headword:
συνέχω
Headword (normalized):
συνέχω
Headword (normalized/stripped):
συνεχω
IDX:
85099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85100
Key:

Data

{'content': 'to hold or keep together, secure; mid. to be afflicted'}