Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχθω
συνεχίζω
συνέχω
συνέψημα
View word page
συνεφοράω
inspect
ShortDef
inspect
Debugging
Headword:
συνεφοράω
Headword (normalized):
συνεφοράω
Headword (normalized/stripped):
συνεφοραω
IDX:
85090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85091
Key:
Data
{'content': 'inspect'}