Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχθω
συνεχίζω
συνέχω
View word page
συνεφοδιάζω
help in equipping

ShortDef

help in equipping

Debugging

Headword:
συνεφοδιάζω
Headword (normalized):
συνεφοδιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεφοδιαζω
IDX:
85089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85090
Key:

Data

{'content': 'help in equipping'}