Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντήεις
Ἀντήιος
ἀντήλιος
ἀντημοιβός
ἄντην
Ἀντηνορίδης
Ἀντήνωρ
ἀντηρετέω
ἀντηρέτης
ἀντήρης
ἀντηρίδιον
ἀντηρίς
ἄντησις
ἄντηστις
ἀντηχέω
ἀντήχημα
ἀντήχησις
ἄντηχος
ἀντί
ἀντιάζω
ἀντιάνειρα
View word page
ἀντηρίδιον
stanchion

ShortDef

stanchion

Debugging

Headword:
ἀντηρίδιον
Headword (normalized):
ἀντηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
αντηριδιον
IDX:
8508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8509
Key:

Data

{'content': 'stanchion'}