Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνευωχέομαι
συνευωχητής
συνεφαιρέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
View word page
συνέφηβος
at the age of youth together, a young comrade

ShortDef

at the age of youth together, a young comrade

Debugging

Headword:
συνέφηβος
Headword (normalized):
συνέφηβος
Headword (normalized/stripped):
συνεφηβος
IDX:
85086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85087
Key:

Data

{'content': 'at the age of youth together, a young comrade'}