Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνευτροφέω
συνευτυχέω
συνευφημέω
συνευφράζομαι
συνευφραίνομαι
συνευχή
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνευωχητής
συνεφαιρέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
View word page
συνεφάπτομαι
to take part in

ShortDef

to take part in

Debugging

Headword:
συνεφάπτομαι
Headword (normalized):
συνεφάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεφαπτομαι
IDX:
85079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85080
Key:

Data

{'content': 'to take part in'}